ἐννοοῦμαι

ἐννοοῦμαι
ἐννοέω
have in one's thoughts
pres ind mp 1st sg (attic epic doric)
ἐννοέω
have in one's thoughts
pres ind mp 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εννοούμαι — εννοούμαι, εννοήθηκα βλ. πίν. 74 (και ως απρόσ. εννοείται) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εννοώ — (AM ἐννοῶ, έω) [νοώ] 1. έχω ή συλλαμβάνω κάτι στον νου, διαλογίζομαι, διανοούμαι, σκέπτομαι 2. καταλαβαίνω, κατανοώ, αντιλαμβάνομαι πλήρως, σαφώς κάτι (α. «δεν εννοώ τη θεωρία τής σχετικότητας» β. «οὐ γὰρ ἐννοῶ», Σοφ.) 3. (για λέξεις ή φράσεις)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”